- καλόρινος
- (Callorhinus). Γένος πτερυγιοπόδων θηλαστικών της οικογένειας των ωταριδών, με χαρακτηριστικό είδος το Callorhinus ursinus. Τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά και μπορεί να φθάνουν σε βάρος τα 270 κιλά και σε μήκος τα 210 εκ. Παλαιότερα τα κυνηγούσαν για τη γούνα τους, ενώ η μεγαλύτερη απειλή τους σήμερα είναι η μικρή βιωσιμότητα των νεογνών τους και η έλλειψη θηραμάτων.
Ο καλόρινος της Αλάσκας είναι ένα είδος που κινδυνεύει με εξαφάνιση.
Dictionary of Greek. 2013.